Τρωοφθόρος

Τρωοφθόρος
Τρωοφθόρος, ον,
A destructive to the Trojans, AP9.62 (Even.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρωοφθόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τους Τρώες («τρωοφθόρα δούρατ Ἀχαιῶν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρώς, Τρωός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. Γιγαντο φθόρος] …   Dictionary of Greek

  • Τρωοφθόρα — Τρωοφθόρος destructive to the Trojans neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”